- περιευτίζομαι
- περιευτίζομαι,=περιαυτ-, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιευτίζομαι — Α περιαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ επίδραση τού ἑαυτός] … Dictionary of Greek
περιευτίζεσθαι — περιευτίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)